τετραστάτηρος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραστάτηρον</i><br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων στατήρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατήρ]], -<i>ῆρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>στάτηρος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραστάτηρον</i><br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων στατήρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατήρ]], -<i>ῆρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>στάτηρος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετραστάτηρος:''' (τᾰ) обходящийся в четыре статера ([[σωτηρία]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:39, 1 January 2019
English (LSJ)
[στᾰ], ον,
A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413. II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.
German (Pape)
[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.
Greek (Liddell-Scott)
τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκα-στάτηρος)].
Russian (Dvoretsky)
τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).