τμητέον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[τέμνω]], αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ. | |lsmtext='''τμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[τέμνω]], αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τμητέον:''' adj. verb. к [[τέμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(τέμνω)
A one must cut, διχῇ Pl.Sph.219d, cf. R.510b.
Greek (Liddell-Scott)
τμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, δεῖ τέμνειν, οὐ διχῇ τμητέον; Πλάτ. Σοφιστ. 219D, πρβλ. Πολ. 510Β, κλπ.
Greek Monotonic
τμητέον: ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τμητέον: adj. verb. к τέμνω.