τρισάποτμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(42)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐσάποτμος:''' Anth. = [[τρισάθλιος]].
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάποτμος Medium diacritics: τρισάποτμος Low diacritics: τρισάποτμος Capitals: ΤΡΙΣΑΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: trisápotmos Transliteration B: trisapotmos Transliteration C: trisapotmos Beta Code: trisa/potmos

English (LSJ)

ον,

   A = τρισάθλιος, AP5.229 (Paul.Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισάποτμος: -ον, = τρισάθλιος, καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»].

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάποτμος: Anth. = τρισάθλιος.