ὑποδέκομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποδέκομαι:''' Ιων. αντί ὑπο-[[δέχομαι]]. | |lsmtext='''ὑποδέκομαι:''' Ιων. αντί ὑπο-[[δέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδέκομαι:''' ион. = [[ὑποδέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. ὑποδέχομαι.
German (Pape)
[Seite 1214] ion. statt ὑποδέχομαι, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ὑποδέχομαι, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποδέχομαι.
English (Slater)
ὑποδέκομαι
1 welcome ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον (P. 9.9) ὑποδέξωνται fr. 6b. c. γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν (N. 10.8)
Greek Monolingual
Α
βλ. υποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑποδέκομαι: Ιων. αντί ὑπο-δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέκομαι: ион. = ὑποδέχομαι.