ὑψόσε: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψόσε:''' επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, [[ψηλά]], σε Όμηρ.· <i>ὑψόσ' ἔχοντες</i>, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑψόσε:''' επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, [[ψηλά]], σε Όμηρ.· <i>ὑψόσ' ἔχοντες</i>, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψόσε:''' adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.
}}
}}

Revision as of 05:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόσε Medium diacritics: ὑψόσε Low diacritics: υψόσε Capitals: ΥΨΟΣΕ
Transliteration A: hypsóse Transliteration B: hypsose Transliteration C: ypsose Beta Code: u(yo/se

English (LSJ)

Adv. of motion,

   A aloft, on high, ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, Od. 9.240; ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί Il.10.461; ὑ. δ' αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα 18.211; τοῦ δ' ὑ. γούνατ' ἐπήδα 21.302, cf. 324; ὑ. δ' ἄχνη σκίδναται 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόσε: Ἐπίρρ. κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἀείρειν, ἀνασχεῖν Ἰλ. Κ. 461, 465, Ὀδ. Ι. 240, κ. ἀλλ.· ἀΐσσειν, πηδᾶν, θύειν Ἰλ. Σ. 211., Φ. 302, 324· σκίδνασθαι, πίπτειν Λ. 307, Ὀδ. Μ. 238· ὑψ. ἔχοντες, εἰς ὕψος ἐκτεινόμενοι, φθάνοντες, Τ. 38. Εἶνε πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶνε ὑψόσεὑψοῦ, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -σε.

English (Autenrieth)

upward, aloft.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ' Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε, τηλ-ό-σε)].

Greek Monotonic

ὑψόσε: επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.· ὑψόσ' ἔχοντες, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόσε: adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.