φιλάεθλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλάεθλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλάεθλος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλάεθλος:''' Anth. = [[φίλαθλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. for φίλαθλος, AP12.143, IG7.2244 (Thisbe).
German (Pape)
[Seite 1274] ion. u. ep. = φίλαθλος, Ἑρμῆς Ep. ad. 27 (XII, 143).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάεθλος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φίλαθλος, Ἀνθ. Π. 12. 143, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 895.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἄεθλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φίλαθλος.
Greek Monotonic
φῐλάεθλος: -ον, αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάεθλος: Anth. = φίλαθλος.