φιλόκωμος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(45) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Ανακρέοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] «[[συμπόσιο]], [[διασκέδαση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i> -<i>κωμος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Ανακρέοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] «[[συμπόσιο]], [[διασκέδαση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i> -<i>κωμος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόκωμος:''' любящий веселые пиры или шествия ([[πηκτίς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fond of feasting and dancing, epith. of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς AP5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67.
German (Pape)
[Seite 1281] lustige Gelage u. Umzüge liebend; Anakreon, Simon. 51; πηκτίς Mel. 60 (V, 175).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κώμους, τὰς διασκεδάσεις μετ’ εὐωχίας καὶ χοροῦ, ἐπίθ. τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. (;) 179· πηκτὶς Ἀνθολ. Παλατ. 5. 175.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις
2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Ανακρέοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ. κραιπαλό -κωμος].
Russian (Dvoretsky)
φιλόκωμος: любящий веселые пиры или шествия (πηκτίς Anth.).