φρενοτέκτων: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρενοτέκτων:''' -ον, αυτός που δημιουργεί με το [[μυαλό]], [[ιδιοφυής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φρενοτέκτων:''' -ον, αυτός που δημιουργεί με το [[μυαλό]], [[ιδιοφυής]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρενοτέκτων:''' 2, gen. ονος остроумный, изобретательный ([[ἀνήρ]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοτέκτων Medium diacritics: φρενοτέκτων Low diacritics: φρενοτέκτων Capitals: ΦΡΕΝΟΤΕΚΤΩΝ
Transliteration A: phrenotéktōn Transliteration B: phrenotektōn Transliteration C: frenotekton Beta Code: frenote/ktwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].

Greek Monotonic

φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρενοτέκτων: 2, gen. ονος остроумный, изобретательный (ἀνήρ Arph.).