Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλόβακχος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόβακχος:''' -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το [[κρασί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλόβακχος:''' -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόβακχος:''' любящий Вакха, т. е. вино Anth.
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόβακχος Medium diacritics: φιλόβακχος Low diacritics: φιλόβακχος Capitals: ΦΙΛΟΒΑΚΧΟΣ
Transliteration A: philóbakchos Transliteration B: philobakchos Transliteration C: filovakchos Beta Code: filo/bakxos

English (LSJ)

ον,

   A loving Bacchus or wine, AP7.222 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 1278] den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόβακχος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν οἶνον, φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ βάτον, ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vin.
Étymologie: φίλος, Βάκχος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Βάκχος.

Greek Monotonic

φῐλόβακχος: -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόβακχος: любящий Вакха, т. е. вино Anth.