διακερματίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(9)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]».
|mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]».
}}
{{elnl
|elnltext=διακερματίζομαι [διά, κερματίζω] ‘stukslaan’, d.w.z. in kleingeld wisselen.
}}
}}

Revision as of 06:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακερμᾰτίζομαι Medium diacritics: διακερματίζομαι Low diacritics: διακερματίζομαι Capitals: ΔΙΑΚΕΡΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diakermatízomai Transliteration B: diakermatizomai Transliteration C: diakermatizomai Beta Code: diakermati/zomai

English (LSJ)

   A get changed into small coin, δραχμήν Ar.V.789.

Spanish (DGE)

(διακερμᾰτίζομαι)
• Morfología: [act. tard. Gr.Nyss.Eun.2.180]
1 cambiar en calderilla (δραχμήν) Ar.V.789.
2 fragmentar, hacer pedazos en v. pas. (ὁ χρυσός) κἂν εἰς πολλοὺς διακερματίζηται τύπους Gr.Nyss.Tres dei 53.16
fig. τὴν ἐπίνοιαν ἡμῖν ὁ σοφὸς διακερματίσας Gr.Nyss.l.c.

Greek Monolingual

διακερματίζομαι (Α)
μετατρέπω νόμισμα σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, κάνω ψιλά, «χαλάω».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακερματίζομαι [διά, κερματίζω] ‘stukslaan’, d.w.z. in kleingeld wisselen.