καρβάτινος: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(19) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρβάτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο [[δέρμα]], [[ιδίως]] βοδιού<br /><b>2.</b> (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ [[καρβάτιναι]]<br />[[είδος]] [[υποδημάτων]] από ακατέργαστο [[δέρμα]], «τσαρούχια» (α. «[[καρβάτιναι]] πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[καρβατίνη]], ἀγροτικὸν [[ὑπόδημα]], κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>τὸ [[καρπάτινον]] «ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]] μονόδερμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η καταλ. -<i>ινος</i> δηλωτική της ύλης, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δερμάτ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ıνoς</i>. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. <i>kurpė</i>, τσεχ. <i>krp</i><i>ě</i>, αρχ. ισλανδ. <i>hriflingr</i> και αρχ. ιρλδ. <i>cairem</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[υποδηματοποιός]]». Θα μπορούσε [[έτσι]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i><i>ә</i><i>p</i>- «[[κομμάτι]] από [[δέρμα]]». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carbatina</i>)]. | |mltxt=[[καρβάτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο [[δέρμα]], [[ιδίως]] βοδιού<br /><b>2.</b> (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ [[καρβάτιναι]]<br />[[είδος]] [[υποδημάτων]] από ακατέργαστο [[δέρμα]], «τσαρούχια» (α. «[[καρβάτιναι]] πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[καρβατίνη]], ἀγροτικὸν [[ὑπόδημα]], κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>τὸ [[καρπάτινον]] «ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]] μονόδερμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η καταλ. -<i>ινος</i> δηλωτική της ύλης, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δερμάτ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ıνoς</i>. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. <i>kurpė</i>, τσεχ. <i>krp</i><i>ě</i>, αρχ. ισλανδ. <i>hriflingr</i> και αρχ. ιρλδ. <i>cairem</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[υποδηματοποιός]]». Θα μπορούσε [[έτσι]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i><i>ә</i><i>p</i>- «[[κομμάτι]] από [[δέρμα]]». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carbatina</i>)]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρβάτινος -η -ον gemaakt van onbewerkte dierenhuid; subst. αἱ καρβάτιναι schoenen van ongelooid leer. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
[βᾰ], η, ον,
A made of hide, οἰκίαι Ph.Bel.101.31:—esp. καρβάτιναι, αἱ, shoes of undressed leather, brogues, X.An.4.5.14, Arist.HA499a30, Luc.Alex.39:—also καρπάτινον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1326] von rohem Leder gemacht; οἰκίαι, lederne Schilderhäuschen, Mathem. vett.
Greek Monolingual
καρβάτινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού
2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι
είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», Ξεν.
β. «καρβατίνη, ἀγροτικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», Πολυδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) τὸ καρπάτινον «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταλ. -ινος δηλωτική της ύλης, πρβλ. δερμάτ-ινος, ξύλ-ıνoς. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. kurpė, τσεχ. krpě, αρχ. ισλανδ. hriflingr και αρχ. ιρλδ. cairem, όλα με τη σημασία «υποδηματοποιός». Θα μπορούσε έτσι να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα kerәp- «κομμάτι από δέρμα». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. (πρβλ. λατ. carbatina)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρβάτινος -η -ον gemaakt van onbewerkte dierenhuid; subst. αἱ καρβάτιναι schoenen van ongelooid leer.