κατευωχέομαι: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(2b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.). | |elrutext='''κατευωχέομαι:''' угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c. 2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.
Greek (Liddell-Scott)
κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.
Greek Monotonic
κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.