κρονικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
(22)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρονικός]], -ή, -όν (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> [[κρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]] («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κρονικαὶ λῆμαι» — λεγόταν για τους μύωπες.
|mltxt=[[κρονικός]], -ή, -όν (Α) [[Κρόνος]]<br /><b>1.</b> [[κρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]] («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κρονικαὶ λῆμαι» — λεγόταν για τους μύωπες.
}}
{{elnl
|elnltext=κρονικός -ή -όν [Κρόνος] van Kronos of Saturnus; ἡ κ. ἑορτή de Saturnalia; overdr. uit de tijd van Kronos, ouderwets:. κ. ἄνθρωπος een man uit de prehistorie Luc. 41.10.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Greek Monolingual

κρονικός, -ή, -όν (Α) Κρόνος
1. κρόνιος
2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.)
3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» — λεγόταν για τους μύωπες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρονικός -ή -όν [Κρόνος] van Kronos of Saturnus; ἡ κ. ἑορτή de Saturnalia; overdr. uit de tijd van Kronos, ouderwets:. κ. ἄνθρωπος een man uit de prehistorie Luc. 41.10.