κρονικός
From LSJ
Greek Monolingual
κρονικός, -ή, -όν (Α) Κρόνος
1. κρόνιος
2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.)
3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» — λεγόταν για τους μύωπες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρονικός -ή -όν [Κρόνος] van Kronos of Saturnus; ἡ κ. ἑορτή de Saturnalia; overdr. uit de tijd van Kronos, ouderwets:. κ. ἄνθρωπος een man uit de prehistorie Luc. 41.10.