προσαφής: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(34) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-[[αφής]]]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-[[αφής]]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.
German (Pape)
[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.