προσραπτέον: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσραπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ράψει, σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσραπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ράψει, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must sew on, Plu.Lys.7, al.
Greek (Liddell-Scott)
προσραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσράπτω, δεῖ προσράπτειν, Πλουτ. Λύσ. 7, κτλ.
Greek Monotonic
προσραπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden.