σκεπόωσι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source
(4)
(nl)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]].
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.
}}
}}

Revision as of 08:37, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].

Greek Monotonic

σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.