συνάμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνάμᾰ:''' επίρρ. αντί σὺν [[ἅμα]], μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''συνάμᾰ:''' επίρρ. αντί σὺν [[ἅμα]], μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμᾰ Medium diacritics: συνάμα Low diacritics: συνάμα Capitals: ΣΥΝΑΜΑ
Transliteration A: synáma Transliteration B: synama Transliteration C: synama Beta Code: suna/ma

English (LSJ)

Adv. for σὺν ἅμα,

   A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.11, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monotonic

συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.