συρμαϊσμός: Difference between revisions
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
(40) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συρμαΐζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χυμός]] του φυτού [[συρμαία]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ [[συρμαΐζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χυμός]] του φυτού [[συρμαία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:13, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.