συγκαμπτός: Difference between revisions
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11. | |lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A flexed, Arist.IA709b7.
German (Pape)
[Seite 964] zusammengebogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαμπτός: -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.
Russian (Dvoretsky)
συγκαμπτός: [adj. verb. к συγκάμπτω согнутый Arst.