συνερανισμός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:43, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνισμός Medium diacritics: συνερανισμός Low diacritics: συνερανισμός Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: syneranismós Transliteration B: syneranismos Transliteration C: syneranismos Beta Code: suneranismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gathering in, collecting, Plu.2.992a.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός: ὁ собирание, сбор Plut.