ἀρθμός: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(1b) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρθμός:''' ὁ союз, дружба HH, Aesch. | |elrutext='''ἀρθμός:''' ὁ союз, дружба HH, Aesch. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἀραρίσκω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (ἀραρίσκω)
A a bond, league, friendship, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, cf. A.Pr.193 (lyr.), Call.Fr.199.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), ὁ, Verbindung, Freundschaft, H. h. Merc. 524; Aesch. Prom. 191; ἔθεντο μετὰ σφίσιν Ap. Rh. 2, 755.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθμός: ὁ, (*ἄρω) δεσμός, σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 524, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 191, Καλλ. Ἀποσπ. 199.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jonction ; union, particul. lien d’amitié.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 lazo, ligadura πενταρράβδῳ ... ἀρθμῷ con una ligadura de cinco cuerdas Telest.4.3.
2 amistad ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα ... ἥξει A.Pr.191, ἀμφοτέροιν ἀρθμὸν καὶ φιλίην ἔταμες Call.Fr.80.19, ἀρθμὸν ἔθεντο μετὰ σφίσι A.R.2.755, τοῦτον ὁμοστόργῳ καὶ ἐγὼ προσπτύξομαι ἀρθμῷ Nonn.Par.Eu.Io.14.21, cf. Hsch.
• Etimología: De *ardhmo-, de su raíz *H2er- ‘ajustar’, c. numerosos deriv., v. ἀραρίσκω, ἄρθρον, etc.
Greek Monolingual
ἀρθμός, ο (Α) αραρίσκω
δεσμός, συμμαχία, φιλία.
Greek Monotonic
ἀρθμός: ὁ (*ἄρω), σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθμός: ὁ союз, дружба HH, Aesch.
Frisk Etymological English
See also: ἀραρίσκω