κτηδών: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_19) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτηδών''': -όνος, ἡ, (κτεὶς) [[κυρίως]] [[κτένιον]]· ― [[ἐντεῦθεν]], αἱ ἴνες ξύλου [[ἐπειδὴ]] κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. [[εὐκτήδων]])· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518. | |lstext='''κτηδών''': -όνος, ἡ, (κτεὶς) [[κυρίως]] [[κτένιον]]· ― [[ἐντεῦθεν]], αἱ ἴνες ξύλου [[ἐπειδὴ]] κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. [[εὐκτήδων]])· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">breath, line of fissure, grain of wood, layers</b> in the body, wood, stone etc. (medic., Theophr.);<br />Other forms: <b class="b3">-όνος</b>, mostly pl. <b class="b3">-όνες</b> m.<br />Compounds: <b class="b3">εὑ-κτήδων</b>, <b class="b3">-ονος</b> <b class="b2">with good (strong) threads</b> (Thphr.); not here <b class="b3">εὑ-κτέανος</b> <b class="b2">id.</b> (Theophr., Plu.);<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [797 niet] <b class="b2">*peḱt-en-</b> <b class="b2">(teeth of a) comb</b><br />Etymology: Formation unclear, cf. <b class="b3">εὑ-κέατος</b> and <b class="b3">εὑθυ-κτέανον ἰθὺ πεφυκυῖαν</b>, <b class="b3">εἰς ὀρθόν</b>; <b class="b3">ἰθυ-κτέανον τὸ ἰθὺ πεφυκὸς καὶ ὀρθὸν δένδρον</b> H. - Formation in <b class="b3">-δών</b> (Schwyzer 529 f., Chantraine Formation 360 ff.) without etymology. After Froehde BB 17, 316 to <b class="b3">πεκτέω</b> (cf. <b class="b3">κτείς</b>); diff. G. Meyer Gr.3 344, s. Bq, who compares (doubting) Lat. [[saeta]] [[breast]]. Suz. Amigues, CUF (1989) 151f., from *[<b class="b3">π]κτ-ηδων</b> on the fissures of wood etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:22, 3 January 2019
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A line of fissure in the fibre of wood, Thphr.HP5.1.9 sq.; κτηδόνες ξύλου grain of wood, HeroBel.96.12, cf. Suid. 2 Medic. in pl., fibres of the heart, Hp.Cord.10, cf. Erot.s.v. ἶνες. b layers in the cornea of the eye, Ruf.Anat.10. c κ. πιμελῆς fibres in a piece of fat, Sor.1.118. 3 layers of slate, Dsc.5.127. 4 gills of a mushroom, Id.3.1. 5 shreds of lint, Gal.8.415. (Cf. εὐκτέανος (B), εὐθυκτέανον, ἰθυκτέανον.)
German (Pape)
[Seite 1518] όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der Dreizack. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die Fasernim Holz (vgl. εὐκτήδων). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der Kamm, Sp. Vgl. κτείς u. κτίων.
Greek (Liddell-Scott)
κτηδών: -όνος, ἡ, (κτεὶς) κυρίως κτένιον· ― ἐντεῦθεν, αἱ ἴνες ξύλου ἐπειδὴ κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. εὐκτήδων)· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: breath, line of fissure, grain of wood, layers in the body, wood, stone etc. (medic., Theophr.);
Other forms: -όνος, mostly pl. -όνες m.
Compounds: εὑ-κτήδων, -ονος with good (strong) threads (Thphr.); not here εὑ-κτέανος id. (Theophr., Plu.);
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [797 niet] *peḱt-en- (teeth of a) comb
Etymology: Formation unclear, cf. εὑ-κέατος and εὑθυ-κτέανον ἰθὺ πεφυκυῖαν, εἰς ὀρθόν; ἰθυ-κτέανον τὸ ἰθὺ πεφυκὸς καὶ ὀρθὸν δένδρον H. - Formation in -δών (Schwyzer 529 f., Chantraine Formation 360 ff.) without etymology. After Froehde BB 17, 316 to πεκτέω (cf. κτείς); diff. G. Meyer Gr.3 344, s. Bq, who compares (doubting) Lat. saeta breast. Suz. Amigues, CUF (1989) 151f., from *[π]κτ-ηδων on the fissures of wood etc.