εὐκτήδων

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτήδων Medium diacritics: εὐκτήδων Low diacritics: ευκτήδων Capitals: ΕΥΚΤΗΔΩΝ
Transliteration A: euktḗdōn Transliteration B: euktēdōn Transliteration C: efktidon Beta Code: eu)kth/dwn

English (LSJ)

εὐκτήδον, gen. ονος, straight-grained, of wood, Thphr. HP 5.1.11.

German (Pape)

[Seite 1076] od. εὐκτήδονος, geradfaserig (κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτήδων: -ον, γεν. ονος, (κτηδών) ἔχων εὐθείας ἶνας· ἐντεῦθεν, εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. εὐκέατος.

Greek Monolingual

εὐκτήδων, -ον (Α)
(για ξύλο)
1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες
2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα του ξύλου»].