λωγάλιοι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(23)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωγάλιοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με σημ. «[[αστράγαλος]]» συνδέεται πιθ. με το [[λέγω]] «[[συλλέγω]]», <b>[[πρβλ]].</b> και [[λογάδες]] (<i>λίθοι</i>) «κυλιόμενες πέτρες» και [[λώγη]]. Για το [[επίθημα]] -<i>λιοι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[αστράγαλος]], [[κροκάλη]]. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το [[λωγάς]] «[[πόρνη]]»].
|mltxt=[[λωγάλιοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με σημ. «[[αστράγαλος]]» συνδέεται πιθ. με το [[λέγω]] «[[συλλέγω]]», <b>[[πρβλ]].</b> και [[λογάδες]] (<i>λίθοι</i>) «κυλιόμενες πέτρες» και [[λώγη]]. Για το [[επίθημα]] -<i>λιοι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[αστράγαλος]], [[κροκάλη]]. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το [[λωγάς]] «[[πόρνη]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.?<br />Meaning: <b class="b3">ἀστράγαλοι η πόρνοι</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Can in the first meaning belong to <b class="b3">λέγω</b> as "die Aufgelesenen" with lengthened grade as in <b class="b3">λώγη</b>; cf. also <b class="b3">λογάδες</b> (<b class="b3">λίθοι</b>) <b class="b2">roll(ed) stones</b> (s. <b class="b3">λογάδες</b>); <b class="b3">λ-</b>suffix (plus <b class="b3">ιο-</b>deriv.) as in <b class="b3">ἀστράγαλος</b>, <b class="b3">κροκάλη</b> a. o. -- In the sense of <b class="b3">πόρνοι</b> to <b class="b3">λωγάς</b>, s. v. <b class="b3">λωγάνιον</b>.
}}
}}

Revision as of 03:28, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωγάλιοι Medium diacritics: λωγάλιοι Low diacritics: λωγάλιοι Capitals: ΛΩΓΑΛΙΟΙ
Transliteration A: lōgálioi Transliteration B: lōgalioi Transliteration C: logalioi Beta Code: lwga/lioi

English (LSJ)

ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. and

   A v. λωγάς. λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. λογάνιον sine expl., in Hsch. λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), Dor.contr.from ἐλώγαε. λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.

Greek (Liddell-Scott)

λωγάλιοι: οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = πόρνη, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λωγάλιοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα -λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το λωγάς «πόρνη»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.?
Meaning: ἀστράγαλοι η πόρνοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can in the first meaning belong to λέγω as "die Aufgelesenen" with lengthened grade as in λώγη; cf. also λογάδες (λίθοι) roll(ed) stones (s. λογάδες); λ-suffix (plus ιο-deriv.) as in ἀστράγαλος, κροκάλη a. o. -- In the sense of πόρνοι to λωγάς, s. v. λωγάνιον.