μήδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(25)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήδιον]] και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)<br />[[είδος]] φυτού, ίσως η [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με το [[μήδιος]], ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η [[υπόθεση]] ότι και οι δύο τύποι [[μήδιον]] και [[μήδιος]] συνδέονται με το <i>Μῆδος</i>].
|mltxt=[[μήδιον]] και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)<br />[[είδος]] φυτού, ίσως η [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με το [[μήδιος]], ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η [[υπόθεση]] ότι και οι δύο τύποι [[μήδιον]] και [[μήδιος]] συνδέονται με το <i>Μῆδος</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: plantname, <b class="b2">Campanula lingulata</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ἐπιμήδιον</b> name of an unknown plant (Dsc.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Strömberg Pflanzennamen 122 w. n. 1 supposes connection with <b class="b3">μήδιος μαλακός</b> H. (arisen from <b class="b3">μήδιος</b> *'medical'?).
}}
}}

Revision as of 04:10, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήδιον Medium diacritics: μήδιον Low diacritics: μήδιον Capitals: ΜΗΔΙΟΝ
Transliteration A: mḗdion Transliteration B: mēdion Transliteration C: midion Beta Code: mh/dion

English (LSJ)

τό, a plant,

   A Campanula lingulata, Dsc.4.18:—written μήδειον, Zopyr. ap. Orib.14.16.2, etc.; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 171] τό, ein Kraut, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήδιον: τό, φυτόν τι, ἴσως campanula, Διοσκ. 4. 18.

Greek Monolingual

μήδιον και δ. γρφ. μήδειον, τὸ (Α)
είδος φυτού, ίσως η μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το μήδιος, ενώ θεωρείται ελάχιστα πιθανή η υπόθεση ότι και οι δύο τύποι μήδιον και μήδιος συνδέονται με το Μῆδος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: plantname, Campanula lingulata.
Derivatives: ἐπιμήδιον name of an unknown plant (Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Strömberg Pflanzennamen 122 w. n. 1 supposes connection with μήδιος μαλακός H. (arisen from μήδιος *'medical'?).