Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναννάριον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(26)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναννάριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] τι ἀσώτων»<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ναννάριον</i><br />όνομα εταίρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. του [[νάννας]], παράλλ. τ. τών [[νέννος]], [[νόννος]], που δήλωναν τον [[θείο]] ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη [[θεία]] ή τη [[γιαγιά]] (<b>πρβλ.</b> νεοελλ. [[μανάρι]])].
|mltxt=[[ναννάριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] τι ἀσώτων»<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ναννάριον</i><br />όνομα εταίρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. του [[νάννας]], παράλλ. τ. τών [[νέννος]], [[νόννος]], που δήλωναν τον [[θείο]] ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη [[θεία]] ή τη [[γιαγιά]] (<b>πρβλ.</b> νεοελλ. [[μανάρι]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">οὕτω καλούμενον εῖδός τι ἀσώτων ἄμεινον δε τὸν τρυφερὸν καὶ μαλακόν ἀκούειν</b> H.<br />Derivatives: Name of a courtesan Theophil.11; cf. perh. <b class="b3">νάνναν</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Revision as of 04:20, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναννάριον Medium diacritics: ναννάριον Low diacritics: ναννάριον Capitals: ΝΑΝΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: nannárion Transliteration B: nannarion Transliteration C: nannarion Beta Code: nanna/rion

English (LSJ)

τό,

   A prodigal, Hsch.: Ναννάριον, pr. n. of a courtesan, Theophil.11.

German (Pape)

[Seite 228] τό, dim. von νάννος, Hesych. erkl. τρυφερός, vgl. das lat. nepos.

Greek (Liddell-Scott)

ναννάριον: τό, κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδός τι ἀσώτων», Λατ. nepos· Ναννάριον καὶ Ναννίον ἀπαντῶσιν ὡς κύρια ὀνόματα πορνῶν παρὰ τοῖς Κωμικ., Θεοφίλῳ (ἐν τῷ «Φιλαύλῳ» 2) καὶ Ἄμφιδι (ἐν «Κουρίδι» 1) κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ναννάριον, τὸ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων»
2. ως κύριο όν. Ναννάριον
όνομα εταίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. του νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη γιαγιά (πρβλ. νεοελλ. μανάρι)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: οὕτω καλούμενον εῖδός τι ἀσώτων ἄμεινον δε τὸν τρυφερὸν καὶ μαλακόν ἀκούειν H.
Derivatives: Name of a courtesan Theophil.11; cf. perh. νάνναν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.