ὀρχάς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(3b)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρχάς:''' άδος adj. f огораживающий, закрывающий ([[στέγη]] Soph.).
|elrutext='''ὀρχάς:''' άδος adj. f огораживающий, закрывающий ([[στέγη]] Soph.).
}}
{{etym
|etymtx=1.<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">sort of olive</b> (Nic.).<br />See also: s. [[ὄρχις]].<br />2. Meaning: <b class="b3">περίβολος</b>, <b class="b3">αἱμασιά</b> H. and <b class="b3">ὄρχατος</b><br />See also: s. [[ὄρχος]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχάς Medium diacritics: ὀρχάς Low diacritics: ορχάς Capitals: ΟΡΧΑΣ
Transliteration A: orchás Transliteration B: orchas Transliteration C: orchas Beta Code: o)rxa/s

English (LSJ)

(A), άδος, fem. Adj.

   A enclosing, στέγη S.Fr.812 ; ὀρχάς· περίβολος, αἱμασιά, Hsch.
ὀρχάς (B), άδος, ἡ, (ὄρχις) a kind of

   A olive, so called from its shape, Nic.Al.87, Virg.G.2.86 ; cf. ὄρχις 111.

German (Pape)

[Seite 389] άδος, ἡ, eine Olivenart, von der Gestalt der Hoden, ὄρχις, Hesych. άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχάς: -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, στέγη Σοφ. Ἀποσπ. 935· «ὀρχάς· περιβολάς, αἱμασιά» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].———————— (II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].

Russian (Dvoretsky)

ὀρχάς: άδος adj. f огораживающий, закрывающий (στέγη Soph.).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: sort of olive (Nic.).
See also: s. ὄρχις.
2. Meaning: περίβολος, αἱμασιά H. and ὄρχατος
See also: s. ὄρχος.