ζωθαλπής: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(16)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωθαλπής''': -ές, ([[θάλπω]]) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454˙ -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, [[αὐτόθι]] 16. 397.
|lstext='''ζωθαλπής''': -ές, ([[θάλπω]]) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454· -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, [[αὐτόθι]] 16. 397.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωθαλπής]], -ές, θηλ. και [[ζώθαλπις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλπης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>θαλπής</i>, <i>πυρι</i>-<i>θαλπής</i>].
|mltxt=[[ζωθαλπής]], -ές, θηλ. και [[ζώθαλπις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλπης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>θαλπής</i>, <i>πυρι</i>-<i>θαλπής</i>].
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωθαλπής Medium diacritics: ζωθαλπής Low diacritics: ζωθαλπής Capitals: ΖΩΘΑΛΠΗΣ
Transliteration A: zōthalpḗs Transliteration B: zōthalpēs Transliteration C: zothalpis Beta Code: zwqalph/s

English (LSJ)

ές, (θάλπω)

   A warming or cheering life, Nonn.D.1.454:— fem. ζώθαλπις, ιδος, ib.16.397 (v.l. -πέες).

German (Pape)

[Seite 1142] ές, Leben erwärmend, anfachend, Nonn. D. 1, 454.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθαλπής: -ές, (θάλπω) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454· -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, αὐτόθι 16. 397.

Greek Monolingual

ζωθαλπής, -ές, θηλ. και ζώθαλπις, -ιδος (Α)
αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο-θαλπής, πυρι-θαλπής].