λιθικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
(23)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθικός''': -ή, -όν, ([[λίθος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, [[πραγματεία]] περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ [[ποίημα]] τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων˙ [[ὡσαύτως]], [[λιθιακός]], βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
|lstext='''λῐθικός''': -ή, -όν, ([[λίθος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, [[πραγματεία]] περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ [[ποίημα]] τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων· [[ὡσαύτως]], [[λιθιακός]], βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λιθικός]], -ή, -όν) [[λίθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «λιθική [[εποχή]]» — η [[εποχή]] της προϊστορίας του ανθρώπου και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του πολιτισμού του, [[κατά]] την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο [[άνθρωπος]] τον λίθο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο της ουροδόχου κύστεως<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Λιθικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Διονυσίου του Περιηγητού<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>λιθικά</i><br />(ενν. <i>βιβλία</i>) [[πραγματεία]] για πολύτιμους λίθους.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λιθικός]], -ή, -όν) [[λίθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «λιθική [[εποχή]]» — η [[εποχή]] της προϊστορίας του ανθρώπου και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του πολιτισμού του, [[κατά]] την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο [[άνθρωπος]] τον λίθο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο της ουροδόχου κύστεως<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Λιθικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Διονυσίου του Περιηγητού<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>λιθικά</i><br />(ενν. <i>βιβλία</i>) [[πραγματεία]] για πολύτιμους λίθους.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθικός Medium diacritics: λιθικός Low diacritics: λιθικός Capitals: ΛΙΘΙΚΟΣ
Transliteration A: lithikós Transliteration B: lithikos Transliteration C: lithikos Beta Code: liqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for stones; ἔργα Arch.Pap.3.128 (ii B.C.); but usu. λιθικά (sc. βιβλία), τά, a treatise upon precious stones, title of Orphic poem, ap.Tz. (περὶ λίθων codd.); also βιβλία λιθιακά Eust.ad D.P.Prooem.; but Λιθικά, of D.P.'s work, Sch.Od.10.323.    2 of or for stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 44] die Steine betreffend, τὰ λιθικά, = λιθιακά, Orph. Lith.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθικός: -ή, -όν, (λίθος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, πραγματεία περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ ποίημα τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων· ὡσαύτως, λιθιακός, βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λιθικός, -ή, -όν) λίθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους
νεοελλ.
φρ. «λιθική εποχή» — η εποχή της προϊστορίας του ανθρώπου και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος τον λίθο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο της ουροδόχου κύστεως
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Λιθικά
τίτλος έργου του Διονυσίου του Περιηγητού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) λιθικά
(ενν. βιβλία) πραγματεία για πολύτιμους λίθους.