νωχέλεια: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νωχέλεια''': ἡ, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Ἡσύχ.˙ ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411˙ νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.
|lstext='''νωχέλεια''': ἡ, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νωχέλεια]] και [[νωχελία]] και νωχελίη [[νωχελής]]<br />η [[ιδιότητα]] του νωχελούς, [[έλλειψη]] ενεργητικότητας, [[νωθρότητα]] και [[αμεριμνησία]].
|mltxt=η (Α [[νωχέλεια]] και [[νωχελία]] και νωχελίη [[νωχελής]]<br />η [[ιδιότητα]] του νωχελούς, [[έλλειψη]] ενεργητικότητας, [[νωθρότητα]] και [[αμεριμνησία]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. νωχελία.

Greek (Liddell-Scott)

νωχέλεια: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.

Greek Monolingual

η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη νωχελής
η ιδιότητα του νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία.