δευτερότοκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(9)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.———————— <b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.<br /><b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 8 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
segundogénitode un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.
(II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.