διαπατώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(9)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />διαπατῶ (-άω) (Α) [[απατώ]]<br />[[εξαπατώ]] πλήρως.———————— <b>(II)</b><br />διαπατῶ (-έω) (Α) [[πατώ]]<br />[[καταπατώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />διαπατῶ (-άω) (Α) [[απατώ]]<br />[[εξαπατώ]] πλήρως.<br /><b>(II)</b><br />διαπατῶ (-έω) (Α) [[πατώ]]<br />[[καταπατώ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
διαπατῶ (-άω) (Α) απατώ
εξαπατώ πλήρως.
(II)
διαπατῶ (-έω) (Α) πατώ
καταπατώ.