καταρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
(19)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταρρήσσω]], αττ. τ. καταρρήττω (Α)<br />[[καταρρήγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]] μεταπλασμένος ενεστ. τ. του [[ῥήγνυμι]].———————— <b>(II)</b><br />καταρρήσω (Α)<br />ιων. τ. του [[καταράσσω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταρρήσσω]], αττ. τ. καταρρήττω (Α)<br />[[καταρρήγνυμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]] μεταπλασμένος ενεστ. τ. του [[ῥήγνυμι]].<br /><b>(II)</b><br />καταρρήσω (Α)<br />ιων. τ. του [[καταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 14:30, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρήσσω Medium diacritics: καταρρήσσω Low diacritics: καταρρήσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: katarrḗssō Transliteration B: katarrēssō Transliteration C: katarrisso Beta Code: katarrh/ssw

English (LSJ)

(A), Att. κατα-ρρήττω,

   A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.

Greek Monolingual

(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.
(II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.