τηλέπλανος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τηλέπλᾰνος:''' далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.). | |elrutext='''τηλέπλᾰνος:''' далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τηλέ-πλᾰνος, ον,<br />far-[[wandering]], [[devious]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί-πλανος, πολύ-πλανος].
Greek Monotonic
τηλέπλᾰνος: -ον, αυτός που παραπλανά από μακριά, ύπουλος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τηλέπλᾰνος: далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).