καπνόομαι: Difference between revisions
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
(5) |
(1ab) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καπνόομαι:''' Παθ., μεταβάλλομαι, [[μετατρέπομαι]] σε καπνό, κατακαίγομαι, σε Πίνδ., Ευρ. | |lsmtext='''καπνόομαι:''' Παθ., μεταβάλλομαι, [[μετατρέπομαι]] σε καπνό, κατακαίγομαι, σε Πίνδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καπνόομαι]],<br />Pass. to be turned [[into]] [[smoke]], [[burnt]] to [[ashes]], Pind., Eur. [from [[καπνός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be turned into smoke, burnt to ashes, Pi.P. 5.84, E.Supp.497, Tr.8.
Greek (Liddell-Scott)
καπνόομαι: μεταβάλλομαι εἰς καπνόν, κατακαίομαι, Πινδ. Π. 5. 111, Εὐρ. Ἱκέτ. 497, Τρῳ. 8.
Greek Monotonic
καπνόομαι: Παθ., μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι σε καπνό, κατακαίγομαι, σε Πίνδ., Ευρ.
Middle Liddell
καπνόομαι,
Pass. to be turned into smoke, burnt to ashes, Pind., Eur. [from καπνός