πνευματόμφαλος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(33) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(στον <b>Γαλ.</b>) [[ανεύρυσμα]] του ομφαλού και [[διόγκωση]] του λόγω διείσδυσης αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(στον <b>Γαλ.</b>) [[ανεύρυσμα]] του ομφαλού και [[διόγκωση]] του λόγω διείσδυσης αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i><span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α [[πνευματόμφαλος]]<br />(στον <b>Γαλ.</b>) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A sufferer from umbilical hernia, supposed to be caused by wind, Gal.14.786:—also πνευμ-όμφαλον, τό, umbilical hernia, Id.19.445.
German (Pape)
[Seite 640] Windbruch des Nabels, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτόμφᾰλος: ὁ, τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, αὐτόθι 274.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα του ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός.
(II)
-ον, Α πνευματόμφαλος
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.