ἀσφαλίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(3) |
(1a) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσφᾰλίζομαι:''' Αττ. Μέσ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ασφαλές, [[εξασφαλίζω]], [[διασφαλίζω]], [[σιγουρεύω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀσφᾰλίζομαι:''' Αττ. Μέσ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ασφαλές, [[εξασφαλίζω]], [[διασφαλίζω]], [[σιγουρεύω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to make [[safe]], [[secure]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
Greek Monotonic
ἀσφᾰλίζομαι: Αττ. Μέσ. μέλ. -ιοῦμαι· κάνω κάτι ασφαλές, εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω, σε Καινή Διαθήκη