αἰσχυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰσχυντήρ:''' ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.
|elrutext='''αἰσχυντήρ:''' ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰσχύνω]]<br />a [[dishonourer]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντήρ Medium diacritics: αἰσχυντήρ Low diacritics: αισχυντήρ Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: aischyntḗr Transliteration B: aischyntēr Transliteration C: aischyntir Beta Code: ai)sxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.

Greek Monolingual

αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.

Greek Monotonic

αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντήρ: ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.

Middle Liddell

αἰσχύνω
a dishonourer, Aesch.