τετράχους: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(4b) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετράχους:''' стяж. = [[τετράχοος]]. | |elrutext='''τετράχους:''' стяж. = [[τετράχοος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τετρά-χους, ουν,<br />holding [[four]] [[χόες]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui contient quatre conges ; ὁ τετράχους mesure de quatre conges.
Étymologie: τέσσαρες, χοῦς.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, ΜΑ
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν
ποσότητα τεσσάρων χοών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοῦς /-χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά-χους].
Russian (Dvoretsky)
τετράχους: стяж. = τετράχοος.