πηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηρίδιον:''' (ῐδ) τό сумочка Arph. | |elrutext='''πηρίδιον:''' (ῐδ) τό сумочка Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πηρί˘διον, ου, τό, [Dim. of [[πήρα]], Ar.] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;
A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
German (Pape)
[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πήρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).
Greek Monotonic
πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πηρίδιον: (ῐδ) τό сумочка Arph.
Middle Liddell
πηρί˘διον, ου, τό, [Dim. of πήρα, Ar.]