ἁπαλόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart
(1) |
(1a) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁπᾰλόθριξ:''' τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur. | |elrutext='''ἁπᾰλόθριξ:''' τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[soft]]-haired, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.
Greek Monolingual
ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.
Greek Monotonic
ἁπᾰλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές τρίχες, απαλά μαλλιά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλόθριξ: τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur.
Middle Liddell
soft-haired, Eur.