βροτοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βροτοσκόπος:''' наблюдающий за смертными (μαινάδες, sc. Ἐρινύες Aesch.). | |elrutext='''βροτοσκόπος:''' наблюдающий за смертными (μαινάδες, sc. Ἐρινύες Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκοπέω]]<br />[[taking]] [[note]] of man, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui surveille les mortels.
Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
que acecha a los mortales epít. de las Erinis, A.Eu.499.
Greek Monolingual
βροτοσκόπος, -ον (Α)
εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -σκοπος < σκοπός.
Greek Monotonic
βροτοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βροτοσκόπος: наблюдающий за смертными (μαινάδες, sc. Ἐρινύες Aesch.).