δρύινος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
(9) |
(1ab) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δρύϊνος]], -ον)<br />ο φτιαγμένος από [[βαλανιδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δρύινος]]<br /><b>1.</b> μικρό υμενόπτερο [[έντομο]]<br /><b>2.</b> ανιοβόλο [[φίδι]] της νοτιοανατολικής Ασίας<br /><b>φρ.</b> «δρύϊνον πῡρ» — [[φωτιά]] από ξύλα βαλανιδιάς. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δρύϊνος]], -ον)<br />ο φτιαγμένος από [[βαλανιδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δρύινος]]<br /><b>1.</b> μικρό υμενόπτερο [[έντομο]]<br /><b>2.</b> ανιοβόλο [[φίδι]] της νοτιοανατολικής Ασίας<br /><b>φρ.</b> «δρύϊνον πῡρ» — [[φωτιά]] από ξύλα βαλανιδιάς. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δρύϊνος]], η, ον <i>adj</i> [[δρῦς]]<br />[[oaken]], Od., Eur.; δρ. πῦρ a [[wood]] [[fire]] of oak-[[wood]], Theocr.; [[μέλι]] δρ. [[honey]] from the [[hollow]] of an oak, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δρύϊνος, -ον)
ο φτιαγμένος από βαλανιδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος
1. μικρό υμενόπτερο έντομο
2. ανιοβόλο φίδι της νοτιοανατολικής Ασίας
φρ. «δρύϊνον πῡρ» — φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς.
Middle Liddell
δρύϊνος, η, ον adj δρῦς
oaken, Od., Eur.; δρ. πῦρ a wood fire of oak-wood, Theocr.; μέλι δρ. honey from the hollow of an oak, Anth.