Διπόλεια: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(1b)
(1ab)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Δῑπόλεια:''' и Δῑπόλια τά [из [[Διϊπόλεια]] диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - [[Ζεὺς]] [[Πολιεύς]]) Arph.
|elrutext='''Δῑπόλεια:''' и Δῑπόλια τά [из [[Διϊπόλεια]] диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - [[Ζεὺς]] [[Πολιεύς]]) Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> <i>n</i> [contr. from Διϊπόλια] [*Δίς]<br />an [[ancient]] [[festival]] of [[Zeus]] at [[Athens]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπόλεια: ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον Διπόλεια ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ Διπολιώδης εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
les Dipolies, fête athénienne en l’honneur de Zeus Polieus.
Étymologie: Διός, πολιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Δῑπόλεια: и Δῑπόλια τά [из Διϊπόλεια диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - Ζεὺς Πολιεύς) Arph.

Middle Liddell

n n [contr. from Διϊπόλια] [*Δίς]
an ancient festival of Zeus at Athens, Ar.