ἰδιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(2b) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰδιόομαι:''' Plat. = [[ἰδιοποιέομαι]]. | |elrutext='''ἰδιόομαι:''' Plat. = [[ἰδιοποιέομαι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰδιόομαι]], [[ἴδιος]]<br />Mid. to [[appropriate]] to [[oneself]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐδ], (ἴδιος) Med.,
A make one's own, appropriate, Pl.R.547c, Lg.742b; of literary plagiarism, Phld.D.1.9. 2 make one's friend, τινα D.C.39.29. II Pass., to be specifically constituted, Dam.Pr.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόομαι: (ἴδιος) μέσ., κάμνω τι ἰδικόν μου, λαμβάνω δι᾿ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 547Β, Νόμ. 742Β, πρβλ. Ἔφορ. 27. 2) κάμνω τινὰ φίλον μου, τινὰ Δίων Κ. 39. 29. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.
Greek Monotonic
ἰδιόομαι: (ἴδιος), Μέσ., κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιόομαι: Plat. = ἰδιοποιέομαι.
Middle Liddell
ἰδιόομαι, ἴδιος
Mid. to appropriate to oneself, Plat.