Σῖμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(6)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σῖμος:''' ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ.
|lsmtext='''Σῖμος:''' ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σῖμος]], ὁ,<br />masc. [[prop]]. n. [[flat]]-[[nose]], Anth.
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῖμος Medium diacritics: Σῖμος Low diacritics: Σίμος Capitals: ΣΙΜΟΣ
Transliteration A: Sîmos Transliteration B: Simos Transliteration C: Simos Beta Code: *si=mos

English (LSJ)

ὁ, pr. n.

   A Flat-nose, Call.Epigr.49, etc.; used as name of a Satyr, Kretschmer Griech. Vaseninschr.pp.63,64:—Σιμύλος is a dim. form.    II an unknown fish, Opp.H.1.170, Artem.2.14, Ath.7.312b.

Greek (Liddell-Scott)

Σῖμος: ὁ, ἀρσεν. κύριον ὄνομα, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, Πλακομύτης, Ἀνθ. Π. 6. 310, κ. ἀλλ., (ἔνθα ὁ τονισμὸς Σίμος εἶναι πλημμελής)· ― κεῖται εἰς δήλωσιν Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 7417, -59, -60, κ. ἀλλ.· Σίμυλος εἶναι τύπος ὑποκοριστικός. ΙΙ. εἶδος θύννου ἢ ἄλλου τινὸς ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

Greek Monotonic

Σῖμος: ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

Σῖμος, ὁ,
masc. prop. n. flat-nose, Anth.