ὑπολισθάνω: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] σταδιακά, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] σταδιακά, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] or [[slide]] [[gradually]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
and (later) ὑπ-ολισθαίνω,
A slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35; εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολισθάνω: καὶ (μεταγεν.) ὑπολισθαίνω, μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ὀλίγον τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολυδ. Β΄, 15· - μεταφ., ὑπ. εἰς ὕπνον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 35· εἰς τὰς τέρψεις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12· ἐπὶ τὰ χείρω Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3. 69· πρὸς ἀπάτην ὑπολισθαίνειν Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
glisser ou tomber insensiblement : εἰς τὰς θρύψεις LUC dans la mollesse.
Étymologie: ὑπό, ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α
μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.)
αρχ.
γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
ὑπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω σταδιακά, σε Λουκ.