χρησμῳδικός: Difference between revisions
From LSJ
Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß
m (Text replacement - "|" to "|") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρησμῳδικός:''' прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.). | |elrutext='''χρησμῳδικός:''' прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χρησμῳδικός]], ή, όν<br />[[oracular]], Luc. [from [[χρησμῳδός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A oracular, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς Eust.45.39.
German (Pape)
[Seite 1375] ή, όν, dem Orakelsänger gehörig, ihm eigen, prophetisch, Luc. Alex. 22, adv. χρησμῳδικῶς.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, Λουκ. Ἀλέξ. 22. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 45. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les oracles, prophétique.
Étymologie: χρησμῳδός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χρησμῳδός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός.
επίρρ...
χρησμῳδικῶς Μ
με χρησμῳδικό τρόπο.
Greek Monotonic
χρησμῳδικός: -ή, -όν, μαντικός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδικός: прорицательский (sc. λοξὰ καὶ ἀμφίβολα Luc.).
Middle Liddell
χρησμῳδικός, ή, όν
oracular, Luc. [from χρησμῳδός