ληκυθουργός: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(5)
(1ba)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ληκῠθ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[making]] oil-flasks, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 03:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

ληκυθουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ληκῠθουργός: -όν (ἔργω), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ληκῠθ-ουργός, όν [*ἔργω
making oil-flasks, Plut.